(για την πηγή κάντε κλικ στο τίτλο)
Λατινικό όνομα
Turdus merula
Οικογένεια
Ανήκει στην οικογένεια των τσιχλών και είναι συγγενής με είδη όπως η τσίχλα, η κοκκινότσιχλα, η γερακότσιχλα, η κεδρότσιχλα.
Γενικά στοιχεία
Τα κοτσύφια είναι μικρά σχετικά πουλιά, με μέγεθος μεταξύ σπουργιτιού και περιστεριού. Τα αρσενικά είναι κατάμαυρα με κίτρινο ράμφος το καλοκαίρι και κίτρινο περίγραμμα στα μάτια. Τα θηλυκά είναι γκριζοκάστανα και με σκούρο ράμφος. Το κοτσύφι είναι ένα από τα πλέον κοινά και αναγνωρίσιμα είδη τόσο μέσα όσο και έξω από τις πόλεις. Το μελωδικό του κελάηδισμα είναι χαρακτηριστικό και από τα πλέον όμορφα μεταξύ των πουλιών της πόλης.
Που μπορεί κανείς να τον συναντήσει;
Προτιμά περιοχές με αρκετούς θάμνους και δέντρα και παρακείμενες ανοιχτές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση. Είναι συνηθισμένος στα πάρκα των πόλεων, όπου απαντάται και στα παρακείμενα κτίρια και δρόμους.
Πότε το βλέπουμε;
Καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
Τι τρώει;
Έντομα, σκουλίκια, μικρά φρούτα.
Το κοτσύφι είναι ένα από τα πλέον κοινά και αναγνωρίσιμα είδη τόσο μέσα όσο και έξω από τις πόλεις.
Πριν από 200 χρόνια το κοτσύφι ήταν ένα απομονωμένο και δειλό δασόβιο πουλί. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, το είδος άρχισε να εξαπλώνεται και εκτός των δασών της Ευρώπης και να αποικεί νέα ενδιαιτήματα, ανάμεσα στα οποία τα νέα ενδιαιτήματα των πόλεων, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν αημαντικοί πληθυσμοί αστών κοτσυφιών, που εξακολουθούν να αυξάνονται. Το αστικό περιβάλλον οδήγησε στην διαφοροποίηση των πουλιών: τα πουλιά των πόλεων έχουν μεγαλύτερες αναπαραγωγικές πυκνότητες, μια διευρυμένη αναπαραγωγική περίοδο, είναι δραστήρια για περισσότερες ώρες της ημέρας, τείνουν να ζουν περισσότερο, παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα αλμπινισμού και είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τους ανθρώπους από ότι τα δασόβια κοτσύφια.
Το κοτσύφι είναι πουλί του δάσους και των περιοχών με χαμηλή βλάστηση, κυρίως σε λόφους και βουνά. Μπορεί κανείς να το συναντήσει από τους πρόποδες ενός βουνού μέχρι και τα 2000 μέτρα! Είναι το μόνο είδος από την οικογένεια των τσιχλών που έχει προσαρμοστεί στην ζωή μαζί με τους ανθρώπους και έχει εγκατασταθεί στις πόλεις.
Προτιμά περιοχές με θάμνους και δέντρα και παρακείμενες ανοιχτές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση. Απαντάται συχνά στα πάρκα των πόλεων, καθώς και στα παρακείμενα κτίρια και δρόμους.
Τα κοτσύφια είναι συνήθως μόνιμοι κάτοικοι των περιοχών στις οποίες ζουν και δεν μεταναστεύουν, όμως το χειμώνα ο αριθμός τους αυξάνεται στην Ελλάδα, μιας και πουλιά από βορειότερες περιοχές προσπαθώντας να αποφύγουν το ψύχος μετακινούνται προς τα νότια.
Τα κοτσύφια που ζουν στις πόλεις είναι πιθανότερο να περάσουν το χειμώνα στην περιοχή τους από ότι τα κοτσύφια της υπαίθρου. Αυτή είναι μια προσαρμογή που οφείλεται στο θερμότερο μικροκλίμα των πόλεων και την σχετική αφθονία τροφής η οποία είναι διαθέσιμη για τα πουλιά,γεγονός που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν επικράτειες και να ξεκινήσουν την αναπαραγωγή τους νωρίτερα.
Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, μικρά φρούτα, σπόρους. Τρέφεται κυρίως στο έδαφος ψάχνοντας κκυρίως για σκουλήκια, την αγαπημένη του τροφή. Τραβάει σκουλήκια από το έδαφος, τα οποία συνήθως εντοπίζει με τα μάτια, αλλά και ορισμένες φορές από τον ήχο, ενώ παράλληλα ψάχνει σε πεσμένα φύλλα και για άλλα ασπόνδυλα. Σε ένα πάρκο, μπορεί εύκολα να τραβήξει την προσοχή μας ο χαρακτηριστικός ο θόρυβος που κάνει ένα κοτσύφι που σκαλίζει πεσμένα φύλλα.
Το κοτσύφι είναι ένα μικρό σχετικά πουλί, με μέγεθος μικρότερο του περιστεριού, αλλά μεγαλύτερο του σπουργιτιού. Έχει μήκος 23,5-29 εκατοστά. Συνήθως τραγουδά από τις κορυφές των δέντρων (πχ κυπαρίσσια).
Το αρσενικό κοτσύφι είναι ολόμαυρο την άνοιξη και το καλοκαίρι με κίτρινο ράμφος και στενό κίτρινο περίγραμμα γύρω από τα μάτια του. Είναι από τα πλέον εύκολα στην αναγνώριση πουλιά, όταν όμως δούμε ένα μαύρο πουλί με κίτρινο ράμφος σε κάποιο πάρκο θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε ότι δεν είναι ψαρόνι σε αναπαραγωγικό πτέρωμα (βλέπε σχετική ενότητα). Το ράμφος του σκουραίνει προς το τέλος του καλοκαιριού και για τον υπόλοιπο χρόνο. Το θηλυκό κοτσύφι είναι γκριζοκάστανο με ελαφρώς πιο ανοιχτό καφετί λαιμό και ασαφή σημάδια στο στήθος. Το ράμφος του είναι σκούρο. Το νεαρό κοτσύφι (μικρότερο του 1ος έτους) μοιάζει με το θηλυκό αλλά με μικρές ανοιχτόχρωμες κηλίδες από πάνω.
Το κοτσύφι έχει πλούσιο φωνητικό ρεπερτόριο. Αυτό που οι περισσότεροι θα έχουν ακούσει είναι το κελάηδισμα των αρσενικών κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό κελάηδημα, γλυκό και μελωδικό, με καθαρό και δυνατό ήχο «από φλάουτο», με αργό ρυθμό με ομαλή διαδοχή ήχων, με μαλακά τιτιβίσματα, στροφές σύντομες, επαναλαμβανόμενες σε διαστήματα 3-5’’. Τα αρσενικά τραγουδάνε από δέντρα, από κορυφές κτιρίων και άλλα εποπτικά σημεία κυρίως την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου και μερικές φορές μέχρι τον Ιούλιο.
Τα κοτσύφια εμπλουτίζουν το κελάηδισμά τους με ήχους άλλων πουλιών, αλλά και με ήχους του περιβάλλοντός τους. Το κάθε κοτσύφι έχει το δικό του ρεπερτόριο. Στην Ευρώπη έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένα άτομα μιμούνται ηλεκτρονικούς ήχους, όπως κουδούνισμα τηλεφώνου και συναγερμό αυτοκινήτου. Το κοτσύφι έχει πλούσιο ρεπερτόριο και υπάρχει ένα πλήθος φωνών πέρα του κελαηδίσματος. Είναι γενικά ένα θορυβώδες πουλί.
1. Το συνηθέστερο κάλεσμα είναι ένα βαθύ «ποκ», ενώ στη μετανάστευση ένα ήσυχο γουργουριστό «σρρρρι».
2. Ένα εκνευρισμένο κοτσύφι βγάζει ένα πολύ λεπτό ευθύ «τσιιχ», σαν τον κοκκινολαίμη και ένα σπαστό «τσακ-ακ-ακ-ακ».
3. Ενώ αποτελεί από τα πρώτα πουλιά που θα σημάνουν συναγερμό στο δάσος, αλλά και μέσα στην πόλη, στην οποία βέβαια δεν είναι τόσο δειλός. Σε συναγερμό (στη θέα γάτας, κουκουβάγιας ή πριν από το κούρνιασμα) κάνει μια σειρά από μεταλλικούς, υψηλόφωνους ήχους «πλι-πλι-πλι-πλι», που συχνά (ιδιαίτερα όταν ξεπετάγεται) καταλήγουν σε κρεσέντο.
Το κυνήγι του κοτσυφιού επιτρέπεται στην Ελλάδα. Η παγίδευσή του όμως και η διατήρησή του σε αιχμαλωσία απαγορεύεται αυστηρά! Είναι ένα είδος με μεγάλη εξάπλωση και υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 40 εκατομμύρια ζευγάρια μόνο στην Ευρώπη (800.000-2.000.000 ζευγάρια στην Ελλάδα). Στον κόκκινο κατάλογο των απειλούμενων ζώων της IUCN (Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης) το είδος χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC). Γενικά στην Ευρώπη ο πληθυσμός τους θεωρείται σταθερός ή αυξάνεται, ενώ μικρή μείωση παρατηρείται στις αγροτικές περιοχές.
Τα κοτσύφια είναι πουλιά που έχουν σχετικά μικρή διάρκεια ζωής, με μέσο όρο ζωής τα 3-4 χρόνια.
Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από τις αρχές Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γεννούν 2-3 φορές αυγά και ανατρέφουν νεοσσούς. Αυτό που καθορίζει την αναπαραγωγική περίοδο είναι κυρίως ο καιρός. Είναι μονογαμικά για τις διαδοχικές γέννες του έτους, ενώ όταν πρόκειται για πουλιά που δεν μετακινούνται και είναι μόνιμα στην περιοχή μπορεί να διατηρήσουν τον ίδιο σύντροφο όσο ζουν.
Η φωλιά κατασκευάζεται από τα θηλυκά και συνήθως είναι χαμηλά σε δέντρα, θάμνους και αναρριχώμενα φυτά. Φωλιές όμως μπορούν να βρεθούν και μέσα σε κτίρια, ακόμα και στο έδαφος.
Η φωλιά είναι ένα στέρεο «κύπελο» από χόρτα, άχυρα, μικρά κλαδάκια και άλλο φυτικό υλικό. Εσωτερικά είναι επενδυμένη με λάσπη και γεμάτη με λεπτά χόρτα. Η κατασκευή της μπορεί να πάρει 2 βδομάδες και μερικές φορές χρησιμοποιείται για διαδοχικές γέννες.
Σε κάθε γέννα το θηλυκό κάνει 3-5 αυγά. Στα δάση τα αυγά που κάνουν τα κοτσύφια είναι περισσότερα από ότι σε κήπους και μέσα στην πόλη. Το θηλυκό επωάζει μόνο του τα αυγά, τα οποία εκκολάπτονται 13-14 μέρες αργότερα. Μόνο το θηλυκό κάθεται στη φωλιά και σκεπάζει με τα φτερά του τους νεοσσούς, αλλά και οι δύο γονείς τα ταΐζουν.
Οι νεοσσοί είναι έτοιμοι να αφήσουν τη φωλιά σε 13-14 μέρες, αλλά αν αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τη φωλιά μπορούν να επιβιώσουν και από 9 ημερών. Η ικανότητά τους αυτή να αποκτούν σύντομα φτερά και να εγκαταλείπουν τη φωλιά είναι μια προσαρμογή για την αποφυγή των θηρευτών. Τα νεαρά πουλιά φεύγουν από τη φωλιά και παραμένουν σε κοντινό σημείο σε κάλυψη για τις επόμενες ημέρες.
Στην αρχή δεν μπορούν να πετάξουν, αλλά μέσα σε μια βδομάδα έχουν μάθει να πετούν. Σε αυτό το διάστημα αρχίζουν να πειραματίζονται με τις διάφορες τροφές και μαθαίνουν με δοκιμή και πλάνη τι είναι φαγώσιμο και τι όχι. Καθώς η ικανότητά τους και η αυτοπεποίθησή τους αυξάνεται ξεθαρρεύουν και αρχίζουν να εξερευνούν την επικράτεια των γονιών τους. Τα νεαρά αποκτούν την ανεξαρτησία τους 3 εβδομάδες αφού έχουν αφήσει τη φωλιά και εγκαταλείπουν την περιοχή που γεννήθηκαν λίγο αργότερα. Δεν απομακρύνονται από το αρσενικό με τη βία, όπως γίνεται σε άλλα είδη πουλιών.
Τα νεαρά που έχουν πτερωθεί αφήνονται συχνά στη φροντίδα του αρσενικού, ενώ το θηλυκό προετοιμάζεται για την επόμενη προσπάθεια φωλιάσματος. Στην τελευταία γέννα όμως οι γονείς αναλαμβάνουν εξίσου να φροντίσουν τα νεαρά, τα οποία μοιράζονται.
Η απώλεια σε αυγά και νεοσσούς είναι σημαντική, με μόλις το 30-40% να φτάνει στο στάδιο των πτερωμένων νεαρών. Παρόλο που τα κοτσύφια στη πόλη κάνουν λιγότερα αυγά ανά γέννα περισσότερα νεαρά φτάνουν στην πτέρωση από ότι στο ύπαιθρο.
Τα κοτσύφια είναι μοναχικά πουλιά. Παρόλα αυτά σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται συναθροίσεις όπου τα πουλιά τρέφονται και κουρνιάζουν, αλλά δεν υπάρχει κοινωνική αλληλεπίδραση.
Τα αρσενικά αποκτούν την επικράτειά τους τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, την οποία και διατηρούν καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Η επικράτεια ποικίλει ανάλογα με το ενδιαίτημα και η μικρότερη έκτασή της μπορεί να είναι και 0.2ha (περίπου 45x45m). Τα όρια της επικράτειας παύουν να ισχύουν όταν τελειώσει η αναπαραγωγική περίοδος και τα ενήλικα αλλάζουν φτέρωμα. Τα πουλιά αλλάζουν κάθε χρονιά φτέρωμα και κατά την περίοδο αυτή δεν είναι πολύ δραστήρια, μιας και η απώλεια φτερών για να δημιουργηθούν τα νέα τα κάνει πιο ευάλωτα, ενώ είναι μια διαδικασία που απαιτεί πολλή ενέργεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η υπεράσπιση της επικράτειας είναι περιορισμένη και πολλά πουλιά τρέφονται εκτός αυτής. Οι επικράτειες ξαναδημιουργούνται στο τέλος του φθινοπώρου και από την άνοιξη μέχρι τον Ιούλιο προστατεύονται από την εισβολή από άλλα κοτσύφια.
Ι | Φ | Μ | Α | Μ | Ι | Ι | Α | Σ | Ο | Ν | Δ |
| Αναπαραγωγική περίοδος | Αλλαγή φτερώματος | |
Στο αστικό περιβάλλον ο κύριος θηρευτής τους είναι οι οικόσιτες γάτες, ενώ απειλούνται από ατυχήματα, όπως είναι η πρόσκρουση σε τζάμια, η παγίδευση κ.α.
Επίσης, απειλούνται από το κλάδεμα των δέντρων και θάμνων κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, αλλά κυρίως από την κοπή δέντρων και τη μείωση των αδόμητων χώρων στο αστικό περιβάλλον.
Τα νεαρά πουλιά εγκαταλείπουν τη φωλιά όταν είναι πλήρως πτερωμένα, αλλά δεν είναι ικανά να πετάξουν. Θα παραμείνουν ανίκανα να πετάξουν για μερικές μέρες. Οι γονείς του θα φροντίσουν για αυτό για τις επόμενες 3 εβδομάδες. Ένα πτερωμένο νεαρό κοτσύφι είναι εξαιρετικά απίθανο να εγκαταλειφθεί από τους γονείς του. Τα νεαρά κοτσύφια δεν θα έπρεπε ποτέ να «σώζονται», αλλά να αφήνονται μόνα και στη φροντίδα των γονιών τους.Σε περίπτωση που βρείτε ένα νεαρό κοτσύφι μόνο του, μην το απομακρύνετε από τη θέση που το βρήκατε γιατί οι γονείς του θα βρίσκονται κάπου κοντά και θα το αναζητήσουν. Μετακινήστε το σε ασφαλή, κοντινή στην αρχική, θέση, μόνο σε περίπτωση που η ζωή του απειλείται (π.χ. από κάποια γάτα)
Αν βρείτε ένα ορφανό μικρό κοτσύφι μπορείτε να δείτε εδώ πώς να το βοηθήσετε.
Φωτογραφίες και βίντεο:
http://www.arkive.org/blackbird/turdus-merula/
Παρατήρηση πουλιών. Κοιτάξτε ψηλά!
· BirdLife International (2009) Species factsheet: Turdus merula. Downloaded from http://www.birdlife.org on 1/5/2010 · Detailed species account from Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status (BirdLife International 2004) – Turdus merula
· Handrinos G. & Akriotis T., 1997, The Birds of Greece, Cromwell Press Ltd., Melksham
· Luniak, M. , Muslow, R. andWalasz, K. Luniak, M. (ed), 1990, Urbanization of the European Blackbird - expansion and adaptations of urban population. Urban Ecological Studies in Central and Eastern Europe pp. 187-198. Polish Academy of Sciences , Wroclaw
· Mullarney K., Svensson L., Zetterstroem D., Grant P.J, 2007, Οδηγός αναγνώρισης. Τα πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης
· Partecke, J. & Gwinner E., 2007, Increased sedentariness in European blackbirds following urbanization: a consequence of local adaptation?, Ecology 88(4): 882–90.
· Snow D.,1988, A Study of Blackbirds. British Museum (Natural History).
· Snow D.W. & Perrins C.M., 1998, The Birds of the Western Palearctic, Concise Edition, Vol.2 Passerines, Oxford University Press.